- ἱδρῶτας
- ἱδρώςsweatmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιδρώτας — Υγρό που εκκρίνεται από ορισμένους αδένες (τους λεγόμενους ιδρωτοποιούς), οι οποίοι βρίσκονται σε όλες τις δερματικές περιοχές και το εκχέουν στην επιφάνεια του δέρματος. Η έκκριση του ι. ποικίλλει σημαντικά ανάμεσα στα άτομα. Είναι μεγαλύτερη… … Dictionary of Greek
ιδρώτας — ο 1. υγρό που παράγεται από ειδικούς αδένες των ανθρώπων και των ζώων και αποβάλλεται από τους πόρους του δέρματος: Στάζουν τα ρούχα μου από τον ιδρώτα. 2. κόπος, μόχθος: Bγάζει το ψωμί με τον ιδρώτα του. – Τίμιος ιδρώτας. 3. φρ., «κρύος ιδρώτας» … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ίδρωτας — Υγρό που εκκρίνεται από ορισμένους αδένες (τους λεγόμενους ιδρωτοποιούς), οι οποίοι βρίσκονται σε όλες τις δερματικές περιοχές και το εκχέουν στην επιφάνεια του δέρματος. Η έκκριση του ι. ποικίλλει σημαντικά ανάμεσα στα άτομα. Είναι μεγαλύτερη… … Dictionary of Greek
ίδος — ἶδος, τὸ (Α) 1. ιδρώτας 2. θερμότητα 3. καύσωνας. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι γλώσσες τού Ησυχίου εἶδος καῡμα και ἠεῑδος πνῑγος οδηγούν στην αναγωγή τής λ. σε IE *sweidos «ιδρώτας» > *Fεῑδος > *ἷδος, με ιωτακισμό κατ επίδραση τού συγγενούς σημασιολογικά τ … Dictionary of Greek
ιδρό — το ο ιδρώτας. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού ιδρώτας, με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek
ιδρώτα — ἱδρωτα, ἡ (Μ) ο ιδρώτας. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού ιδρώτας, με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek
ψυχοκίνητρα — Η διαδικασία που οδηγεί τους ζωντανούς οργανισμούς και ιδιαίτερα τον άνθρωπο να υιοθετούν συμπεριφορές που αποσκοπούν στην ικανοποίηση των αναγκών τους. Η ψυχοκινητική διαδικασία μπορεί να υποδιαιρεθεί σε διάφορες φάσεις. Η ύπαρξη μιας ανάγκης (ή … Dictionary of Greek
Sakis Rouvas — Sákis Rouvás Sákis Rouvás Nom Anastasios Rouvas Naissance 5 janvier 1972 (37 ans) Mandoukion, Corfu … Wikipédia en Français
Sákis Rouvás — Nom Anastásios Rouvás Naissance 5 janvier 1972 (1972 01 05) (39 ans) Mandouki, Corf … Wikipédia en Français
ίδεδρος — ἴδεδρος, ον (Α) (για πολύωρη μελέτη) αυτός που αφήνει ιδρώτα στο κάθισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ιδ τού ιδίω «ιδρώνω» (ίδος «ιδρώτας») + έδρος (< έδρα), πρβλ. πολύ εδρος, πρό εδρος] … Dictionary of Greek